ῥαβδισμούς

ῥαβδισμούς
ῥαβδισμός
winnowing
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκραβδίζω — ἐκραβδίζω (Α) διώχνω με ραβδισμούς …   Dictionary of Greek

  • επιρραπίζω — ἐπιρραπίζω (AM) [ραπίζω] ραπίζω, χτυπώ με ραβδί μσν. στηλιτεύω, χτυπώ αρχ. 1. «ἐπιρραπίζω τὸ πῡρ» σβήνω τη φωτιά με ραβδισμούς 2. μτφ. επιπλήττω, ονειδίζω («ἐπερράπισε Δημήτριον τὸν Φαληρέα σὺν τῇ πήρᾳ τῶν ἄρτων», Αθήν.) 3. χτυπώ με ειρωνεία,… …   Dictionary of Greek

  • Αδριανός — I (Publius Aelius Hadrianus, Ιτάλικα, Ισπανία 76 – Ρώμη 138 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (117 38 μ.Χ.). Γεννήθηκε από Ρωμαίους γονείς, αλλά έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία. Τον πήρε τότε υπό την κηδεμονία του ο αυτοκράτορας Τραϊανός, τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Φλαντανελάς — Ηρωικός Βυζαντινός πλοίαρχος. Διακρίθηκε στην τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1453). Όταν, στις αρχές της άνοιξης του 1453, ο τουρκικός στόλος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και άρχισε τον αποκλεισμό, ο Φ., ο οποίος βρισκόταν με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”